Ένα από τα βασικά προβλήματα της Ελλάδας, είναι η ξενομανία, η μίμηση του ξένου τρόπου ζωής και κυρίως της μουσικής. Πολλά συγκροτ...




 Ένα από τα βασικά προβλήματα της Ελλάδας, είναι η ξενομανία, η μίμηση του
ξένου τρόπου ζωής και κυρίως της μουσικής. Πολλά συγκροτήματα χάνονται γιατί
δεν γίνονται αποδεκτά από το Ελληνικό κοινό, που τα θεωρεί ως "Άλλη μια
Ελληνική μπάντα". Πιστεύεις, πως μέσω συνεργασίας και σωστής μουσικής παιδείας,
θα μπορούσε να βελτιωθεί η κατάσταση;


Καταρχάς δεν δέχομαι την λέξη ξένος για κάθε μορφή ζωής και πόσο μάλλον στην τέχνη. Είμαστε αδέρφια της μάνας Γης και του πατέρα Ουρανού. Τα ξένα προς την ανθρωπότητα, αλλά και της θεότητας ζωντανής Φύσης στον πλανήτη μας είναι τα βάρβαρα αισθήματα (το μίσος, ο ρατσισμός, η καταστροφή του πλανήτη της δανεικής κατοικίας μας) τα οποία πηγάζουν από μυαλά εξουσιομανών πολεμοκάπηλων ηλιθίων.

Στον αιώνα μας με τις ταχύτητες του διαδικτύου, της άμεσης πληροφορίας (με τα καλά και τα κακά του) δεν υπάρχει περίπτωση να μην επηρεαστείς ή να επηρεάσεις. Πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Πάντα υπάρχει χώρος για την παρθενογένεση και περιμένουμε το άστρο να μας φωτίσει για τη Βηθλεέμ.  Άλλωστε πουλάει καλά στη βιομηχανία του θεάματος, τόσο που κάθε εποχή της κάνουν παρθενορραφή για να μπορούν οι εραστές θεατές να καταναλώνουν με βουλιμία.

Η τέχνη γενικότερα δεν πρέπει να έχει σύνορα, αγκαθωτά συρματοπλέγματα πάσης φύσεως. Εμείς εκφραζόμαστε με αυτή τη γλώσσα και μάθαμε στα σχολεία παρέα με συμμαθητές μας από όλες τις γωνιές του πλανήτη να σεβόμαστε την γλώσσα και την κουλτούρα κάθε λαού. Χρέος έχεις να μάθεις τους ποιητές του τόπου που γεννήθηκες για να μάθεις να σέβεσαι τους συγγραφείς ολάκερου του πλανήτη στον οποίο συγκατοικούμε. Να μάθεις για τους παλαιότερους ποιητές για να  καταλάβεις την διαφορετική αξία του σύγχρονου δημιουργού και αν την έχει. Η Οδύσσεια είτε στα ελληνικά είτε στα κινέζικα έχει τον ίδιο σκοπό. Την Ιθάκη. Κι αυτός είναι ο δρόμος. Αποφάσισε με πιο όχημα γλώσσα θες να πας.

Υπάρχουν πχ. πολύ όμορφα τραγούδια στην ελληνική γλώσσα
τα οποία έχουν προσθέσει λέξεις ή φράσεις από άλλες γλώσσες για να αποδώσουν τιμή στον έρωτα, την αγάπη. Μειώνεται η αξία; όχι ίσα ίσα που κοσμούν υπέροχα την μελωδία.
Από τις πιο όμορφες είναι η γλώσσα του σώματος. Εσύ πρέπει να τη μιλάς πεσμένος χάμω στα τέσσερα; Υπάρχει η νοηματική. Εσύ την “ακούς” και επιλέγεις μόνο το υψωμένο μεσαίο δάχτυλο; υπάρχει η ανεγκέφαλη, η αμερικανιά γκανγκστερικού τύπου η οποία είναι χειρότερη κι έχει εξαπλωθεί σαν ιός. Σαπίζει μυαλά, καρδιές, ψυχές. Βιάζει σαν κατά συρροή δολοφόνος σε ταινίες τρόμου σε μια χώρα με ακραίο βαθμό συντήρησης, πουριτανισμού, ακραίας θρησκευτικής απολυταρχίας υιοθετώντας παραδόξως και παραφύση τον ανίκητο σατανά του κέρδους. Δεν είναι δυστυχώς μόνο στην Αμερική του Τραμπ αλλά και σε κάθε γειτονιά αυτού του πλανήτη. Μια βόλτα στα κανάλια της τηλεόρασης με τα ριάλιτι, τις ταινίες αλλά και τις μουσικές, θεατρικές επιλογές θα σας πείσουν. Κι εσκεμμένα καμιά πληροφορία δεν περνά για τις δραστηριότητες νέων καλλιτεχνών και του πνευματικού κόσμου γενικότερα. Αυτοί οι τελευταίοι μπορεί να φταίνε κι οι ίδιοι για την εκκωφαντική απουσία τους μέσα στην πιο σκληρή κι απάνθρωπη κρίση των ημερών μας.

Η μουσική ή όποια άλλη μορφή τέχνης πρέπει να αποσκοπεί στην μετάδοση ιδεών, συναισθημάτων, να προβληματίζει και να ερεθίζει για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής. Να εξάπτει την φαντασία, να προάγει την Ανθρωπιά. Την Αγάπη. Την Ελευθερία.
Η μουσική είναι μια για όλο τον κόσμο. Απλά την κατηγοριοποίησαν οι έμποροι και την χωνέψαμε για να δικαιολογούμε την κάθε μορφή έκφρασής μας.

Δεν χάνεται κανένα συγκρότημα που η αξία του έχει βάσεις σε ότι προανέφερα. Δεν χάνεται τίποτα όταν γεννιέται από ανάγκη πανανθρώπινης έκφρασης και μιλά για την απάλειψη του πόνου, της μοναξιάς, της προσφυγιάς, του έρωτα, της ειρήνης. Δεν πάει τίποτα χαμένο στη ζωή μας όταν γίνεται από καρδιάς και με φαντασία. Τα συγκροτήματα δεν χάνονται όταν έχουν δυνατή φωνή. Όταν έχουν μοναδικό λόγο και πρόταση που να συνάδει με τη στάση ζωής τους.

Αν τώρα το κοινό με πλύση εγκεφάλου ακολουθεί τα κοπάδια που εκτρέφουν οι λύκοι της τέχνης για να οικονομάν είναι κάτι που γίνεται ανά τους αιώνες κι από τότε που ανακαλύφθηκε η κερδοσκοπία.
Η συνεργασία και η  “σωστή” μουσική παιδεία πάντα υπήρχανε και θα υπάρχουν. Απλά στις μάζες οι οποίες πατρονάρονται από τις επιταγές της διαφημιστικής προπαγανδιστικής μόδας (επιβαλλομένη από εμπόρους της κοκαινόβουλης σκυλάδικης, εξαναγκασμένης πολλάκις και παραφύση διασκέδασης) δεν μπορείς να τις κάνεις μεταμόσχευση εγκεφάλου, να τις κάνεις να ακούνε, να βλέπουν να αισθάνονται αυτό που ορίζεις εσύ στη ζωή του “σωστό”. Γι αυτές το σωστό σου είναι το λάθος τους. Γιατί με το δικό τους έμαθαν να γαμάνε, να τρώνε, να χέζουν, να ψηφίζουν. Είναι η μίζερη δική τους καθημερινή εφήμερη χαρά μέσα στο βόθρο του μυαλού τους.
Και θα τους υπερασπιστούμε με τα πιστεύω μας για να μπορεί να υπάρχει και η κάθε φωνή. Για να μπορούμε να υπάρχουμε ελεύθεροι και να δημιουργούμε. Αυτή είναι η διαφορά μας.
Υπάρχουν πολλά και καλά ωδεία σε κάθε τόπο και γίνονται ευτυχώς πολλές και καλές συνεργασίες αλληλεγγύης. 

Στο εξωτερικό υπάρχει βαριά βιομηχανία τέχνης. Οι φτωχογειτονιές της μουσικής “Ιερουσαλήμ” στην οποία κατοικούμε όλοι όσοι γνωρίζουμε τα της ελληνικής σκηνής δεν μπορούν να συναγωνιστούν σε αυτό το επίπεδο τις χολιγουντιανές υπερπαραγωγές παρόλες τις αλτρουιστικές αλλά και φιλότιμες προσπάθειες των παιδιών. Παρόλα αυτά σαν δημιουργοί δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα οι μουσικοί από τις ελληνικές μπάντες. .
Αν κάτι έχει αξία υπάρχουν αυτιά και φωνές εκεί έξω που έχουν μάθει και να βλέπουν τους
μοναχικούς, όσο και ιδιαίτερους χτύπους καρδιάς και φαντασίας. Δίνουν ευκαιρίες γιατί εσύ σέβεσαι και εκτιμάς τον εαυτό σου και δίνεις ευκαιρίες. Αρκεί να παλεύεις, να εργάζεσαι σκληρά για το όνειρό σου για έναν κόσμο καλύτερο. Οι μπάντες να μην ασχολούνται τι λέει το κάθε “ελληνικό” ή άλλο κοινό αλλά τι λέει η καρδιά τους και μόνο αυτή. Μόνο εσύ μπορείς να κρίνεις τα όνειρά σου. Κανείς άλλος.
Τελικά τι θα σε έπειθε οικοδεσπότη μου να αλλάξεις την ονομασία της ιστοσελίδας σου με τα σύμβολα της ντοπιολαλιάς σου;






  Ο Φώτης Κόντογλου, είπε για την ξενομανία στη μουσική μας:

"Τη μουσική μας την περιφρονούνε γιατί είναι, κατά τη γνώμη τους, πρωτόγονη,
βάρβαρη και παλιωμένη, μ’ έναν λόγο «βλάχικη», ανάξια για ανθρώπους που ζούνε
«Στην εποχή των μεγάλων κατακτήσεων της επιστήμης»."

  Ποια ήταν τα προβλήματα αποδοχής της δουλειάς σου, που συνάντησες κατά την
πορεία σου, από τον κύκλο των μουσικών και το κοινό;



Ο μεγάλος δάσκαλος με τους σπουδαίους μαθητάδες.
Όποιος ακόμα και στις μέρες μας πιστεύει πως πρέπει να περιφρονούμε την όποια μουσική γιατί η δική μας είναι η μοναδική αλήθεια αυτομάτως ρίχνει νερό στον μύλο του φασισμού.
Αυτοί είναι πρωτόγονοι και βάρβαροι που στο όνομα της επιστήμης τους δουλεύουνε μια ζωή για να φτιάχνουν βόμβες μαζικής καταστροφής (και μουσικής) αλλά αδυνατούν να βρούνε μια στιγμή, πριν πάνε με τους υπερπυραύλους τους σε άλλους γαλαξίες, για να σώσουν από πνιγμό ένα ορφανό κι  άρρωστο προσφυγόπουλο από τα μανιασμένα πελάγη των σκλαβοπάζαρων.

Πολιτισμός είναι να εκφράζεσαι ελεύθερα με όποιον τρόπο και γλώσσα επιθυμείς σεβόμενος τον πολιτισμό των άλλων, τα ήθη και τα έθιμά τους, τις ιδιαιτερότητές τους και να συνεργάζεσαι αρμονικά ώστε να κερδίζεις τον σεβασμό τους.

Όσον αφορά την αποδοχή του έργου της μπάντας μας αλήθεια είναι πως κουράστηκα πολύ κι άργησα να πείσω κάποιους να ηχογραφήσουμε τα πρώτα τραγούδια μας.
Αν δεν πλήρωνα ακριβά τις πρώτες ηχογραφήσεις ίσως δεν επικοινωνούσαμε τώρα. Ίσως να μην γνώριζαν αυτοί οι λίγοι φίλοι το ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΣΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ.
Αυτό όμως είναι το λιγότερο! Την μπάντα την ήθελα στη ζωή μου για να απαλύνω την αφόρητη μοναξιά που ένιωθα από παιδί. Να επικοινωνώ.

Να μοιράζομαι σκέψεις και αισθήματα. Μου έλεγαν “καλοπροαίρετοι φίλοι” γιατί δεν τα κρατάς στο συρτάρι σου; Δεν βάζουμε τα φρεσκοπλυμένα όνειρά μας σε κανένα συρτάρι. Τα απλώνουμε στον καθαρό ορίζοντα του κόσμου αναζητώντας το ταίρι μας. Την Αγάπη.
Τώρα οι νέοι δημιουργοί τα ανεβάζουν σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης κι είναι κοινά προς ακρόαση.

Ο νέος μας δίσκος με τίτλο “ΑΝ" κυκλοφόρησε το 2017 σε βινύλιο και ένθετο cd. Αμέσως το ανεβάσαμε στην γνωστή σελίδα μας για τους λάτρεις των οπτικοακουστικών.
Δημιούργησα με αγαπημένους συνεργάτες την μπάντα για να περνάμε καλά. Κάθε συναυλία να είναι μια γιορτή που όλοι συμμετέχουν με γεμάτα ποτήρια και καρδιές. Μια ατέλειωτη θεατρική παράσταση με τη συμμετοχή μπάντας και κοινού. Ένα πάρτυ συνέχειας του δρόμου των αγώνων, στην ζεστασιά του οδοφράγματος, των αλληλέγγυων συντρόφων,
των καταλήψεων, των απεργιών, της συμπαράστασης σε κάθε κατατρεγμένο και βιασμένο συνειδησιακά αλλά και σωματικά άνθρωπο.
Αλήθεια είναι ότι πολλές φορές δεν με ενδιέφερε αν ο συνεργάτης ήταν καλός μουσικός ή αν ταιριάζουμε. Με ένοιαζε να είναι εντάξει άνθρωπος. Φίλος κι αδερφός στον πόνο του άλλου.
Με τη στενή μουσική έννοια κάτω κι από τη πίεση του πληρωμένου χρόνου δεν έγιναν οι πιο δυνατές παραγωγές. Όπως δεν πέτυχαν και συνεργασίες λόγω διαφοράς απόψεων, ιδεών πολιτικών αλλά και στον τρόπο ζωής σε μια κοινωνία που υποφέρει κι αναζητά απεγνωσμένα βοήθεια.
Όμως ένα έργο όταν έχει κάτι να πει θα βρει τον δρόμο του για τις καρδιές των ανθρώπων. Ακόμα και με μια κατσαρόλα και μια κουτάλα φτιάχνεις νόστιμο τραγούδι αρκεί ο ακροατής σου να έχει ανάγκη να φάει από το φτωχικό αλλά τίμιο χέρι σου κατάχαμα με ανοιχτή καρδιά. Οι γκουρμεδιές της τέχνης θέλουν και επιδέξιους κώλους να τους στήνεις τουρλωτούς στα νυχτοκάματα της εκπορνευμένης διασκέδασης. Πάνε κυρίες με πανάκριβες γούνες, ψηφίζουν κέντρο αριστερά, μέσα, έξω άκρα δεξιά, σοσιαλ ρατσιστές με τους πρόσφυγες και συγκινούνται με θεατρικές υπερπαραγωγές για την καταστροφή της Σμύρνης. Μη χειρότερα. Έχει γεμίσει αλίμονο ο κόσμος ΤΗΛΕΘΝΟΠΟΡΝΟΣΤΑΡ.
Πολλά τα προβλήματα όταν εκδίδεις με χίλια βάσανα το έργο σου. Το πρώτο πράγμα που τρως κατάμουτρα είναι οι πόρνες της τέχνης. Οι κριτικοί παντός καιρού.
Τότε ήταν τα περιοδικά τώρα οι ιστοσελίδες πληροφόρησης. Δεν θα κάνουν ποτέ τον κόπο να δημοσιεύσουν πέντε γραμμές για να ενημερώσουν τους αναγνώστες τους για το έργο σου. Μέχρι βέβαια να τα αρπάξουνε. Περιμένουν να τα πάρουνε από σένα που δεν έχεις στον ήλιο μοίρα.

Δεν υπάρχει ταξική συνείδηση σε μερικούς όχι μόνο στη δημοσιογραφία αλλά και γενικότερα στη ζωή. Υπάρχει γιατρός στη γειτονιά μου που βλέπει τον αγώνα που κάνω να επιβιώσω τρώγοντας σκατά όλη μέρα κι όταν το παιδί μου αρρωσταίνει και ζητώ την βοήθειά του μου απαντά με απλωμένο το χέρι πως πρέπει να σκάσω τον παρά γιατί αυτή είναι η δουλειά του. Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί άλλοι αλληλέγγυοι στον πόνο, την ανέχεια.

Μέσα στην κρίση ξεφύτρωσαν καρποφόρα αγκανθόδενδρα με καρδιές ταμειακές μηχανές συνδεμένες με την εφορία της κόλασης μας. Οι χαρτογιακάδες, οι πολιτικάντηδες του κώλου, οι χορτασμένοι λαδοπόντικες του συστήματος με τα ξύλινα λόγια, τα ατσάλινα καρφιά. Οι έμποροι  ελπιδοφόρων φέρετρων που έχουν μέσα στις μεγάλες κοιλιές τους υπόσχονται τον κομματικό παράδεισο αρκεί να μπεις μέσα στο νεκρικό στομάχι τους. Εκεί καταντήσαμε;
Υπάρχουν καλλιτέχνες μαϊντανοί του συστήματος, ας τους πούμε κι έτσι, που κλάνουν και το μαθαίνει ο πλανήτης κι εσύ βασανίζεσαι ψάχνοντας στους κάδους των σκουπιδιών της ανακύκλωσης για να επιβιώσεις και δεν βρίσκουν μια ΣΤΙΓΜΗ να πούνε ένα καλό λόγο. Γιατί; Γιατί δεν πουλάς φίλε. Αυτή είναι η μαγική λέξη κι όχι τι μουσική κάνεις.
Έπρεπε για να παίξουν το τραγούδι σου να περάσεις από το κρεβάτι τους κι αν αυτοί θέλανε “ ο δίσκος σου θα γινότανε χρυσός”.

Δεν πουλιούνται όλα και δεν αγοράζονται ευτυχώς. Είχαμε την ευκαιρία να πάμε σε πολύ μεγάλη εταιρία δισκογραφική για να φτάσει το έργο μας σε περισσότερους ανθρώπους πιστεύοντας πως αυτό θα μας φέρει πιο κοντά στις πανανθρώπινες ιδέες και αγώνες μας.
Το καταφέραμε; Το τέρας φαντάζει ανίκητο. Παίζεις από έξω από το σπίτι του άλλου κι επειδή δεν του είπαν τα views πόσο πολύ μετράς δεν θα σου κάνει like για να έρθει στη συναυλία σου. Δεν του είπαν πόσο γαμάτος είσαι οι σύντροφοι του, το κόμμα του,  το internet, τα κλαψομούνικα t.v. shows κλπ. Αυτός ο φασιστάκος είναι ο χειρότερος και δεν τον θέλεις στο σπίτι σου, δίπλα στα παιδιά σου. Γιατί δεν ψάχνεται, δεν αναζητά και καταναλώνει αναμασημένη τροφή.

Στο σήμερα με τόση πληροφόρηση όποιος θέλει να μάθει τι κάνουν οι καλλιτέχνες που εκτιμά το μαθαίνει. Όποιος θέλει να μάθει αν ο Γιώργος Τσίγκος κυκλοφόρησε νέο δίσκο θα το μάθει; Θέλει;
Δεν θα μάθει έτσι ποτέ τραγούδια σαν το ΣΤΙΓΜΕΣ ή ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ. Γιατί αυτοί δεν μπορούν να το νιώσουν.

Έρχεται η μεγάλη στιγμή που πρέπει να διαλέξεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Η πολιτική θέση, άποψη του δημιουργού πρέπει να κατατίθεται με σαφήνεια και περιθώρια κριτικής, με σεβασμό στην άλλη άποψη κι όχι μπαίνοντας σε καλούπια στρατευμένης τέχνης. Άλλωστε σαν ανήσυχοι όσο κι απείθαρχοι δημιουργοί θα είμαστε πάντα απέναντι σε κάθε μορφή  εξουσίας ακόμα κι αυτή που προτείνει το μελοποιημένο ποίημα ΣΤΙΓΜΕΣ, έστω με Χριστιανική λύτρωση επί του καθημερινού σταυρού των ανθρώπων.

Υπάρχουν φωνές που μου λένε “μη κάνεις πολιτικές δηλώσεις” χάνεις πελάτες.
Τα τελευταία χρόνια έχουν βγει από τις τρύπες τους γλοιώδεις γυμνοσάλιαγκες με αγκυλωτούς σταυρούς στον κώλο του φατσοβιβλίου κι ολούθε και οικειοποιούνται τραγούδια μας αλλά κι άλλων συναδέλφων γράφοντας από κάτω τις πιο σεξιστικές κι άρρωστες συφιλιδικές μαλακίες τους.

Το ξέρω πως από τη στιγμή που τα δημοσιεύεις ο καθένας μουσικοκάπηλος γκάνγκστερ του ελλαδιστάν, κάθε κερατάς μισθοφόρος κρυφοκαραβανάς τα εκπορνεύει για δικό του οικονομικό όφελος.
Δεν σας ανήκουν τα τραγούδια μας σκώληκες πτωματοφάγοι και δεν επιθυμώ να έρχεστε στις συναυλίες μας. Μακριά από τους φίλους μας. Θα τους υπερασπιστούμε σαν τον εαυτό μας.










Μπάρκαρες, ταξίδεψες, χάθηκες και ξαναγύρισες από μικρή ηλικία · είδες τον
κόσμο αλλιώς, πέρα από τους περιορισμούς της Ελλάδας, πως το ταξίδι και ο
κόσμος που γνώρισες, έφτιαξε τον Γιώργο Τσίγκο που ξέρουμε σήμερα; 



Είχα τρία αδέρφια. Ο μεγάλος αδερφός μου χάθηκε σε ναυάγιο κάτω από την Πελοπόννησο αρχές Γενάρη του 1993, μόλις έγινε πρώτος μηχανικός.
Με βοήθησε το 1978 να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο. Ήμουν μόλις 16 χρονών. Λεφτά για φροντιστήρια για το λύκειο δεν υπήρχαν. Η μάνα άρρωστη μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία. Τα χρέη πολλά και οι δουλειές για έναν ορφανό πιτσιρικά πολλές άλλα ύποπτες και του χειρίστου είδους. Είχε προηγηθεί και ένα χρονικό μικρό διάστημα όπου έκανα σε τεχνική σχολή για τορναδόρους όπου σε διαγωνισμό του υπουργείου στην έκθεση βραβεύτηκα για ένα διήγημά μου το οποίο διάβασα σε όλο το σχολείο. Ο καθηγητής των μαθηματικών μου είπε πως δεν κάνω γι αυτό το σχολείο. Έπρεπε να πάω λύκειο. Καπάκι μου έκλεψαν το ποδήλατο που με θυσίες είχα αγοράσει. Με αυτό πήγαινα στη σχολή κι ερχόμουνα κάθε μέρα κάνοντας 20 χιλιόμετρα. Σε μια κλήση του καθηγητή της αίθουσας να πάει στον διευθυντή με άφησε στο “πόδι του “ ώστε σαν επιμελητής να μην κάνει κανείς φασαρία.
Γυρίζοντας πίσω είδε κι άκουσε πως όλοι κάνανε φασαρία. Μου ζήτησε να κατονομάσω ποιοι το έκαναν. Αρνήθηκα. Με απέβαλαν. Έπρεπε να πάω ξανά με τον κηδεμόνα μου. Η μάνα δεν θα άντεχε άλλη πίκρα. Πήγα με τον μεσαίο αδερφό μου. Όταν άκουσε τι με κατηγορούσανε τους απάντησε. “τον αδερφό μας τον στείλαμε εδώ να μάθει τέχνη κι όχι να γίνει ρουφιάνος”.

-Δεν ξαναπάτησα.

Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια. Στη δευτέρα γυμνασίου, μόλις είχε πέσει η χούντα αλλά σταγονίδια υπήρχαν παντού όπως και τώρα τα οποία προσδοκούν ανάσταση νεκρών, τα ζόμπι, ώστε να πάρουν τανκς και να εισβάλλουν στις ζωές μας.
Βγάλαμε με συμμαθητές ένα φυλλάδιο με ποιήματα και πεζά. Με κάλεσαν στο γραφείο του γυμνασιάρχη. Έφαγα ένα ξεγυρισμένο χαστούκι από τον αρχιδοχουντικό γυμναστή. Μου φώναζαν να ομολογήσω πως με βάλανε κομμουνιστές να το κάνω.  Με απέβαλαν. Πήγα αυτή τη φορά με την μάννα μου στο γραφείο του διευθυντή. Την έκαναν σκουπίδι. Την μάννα μου ρε σκουλήκια;

Την μάννα που ανάθρεψε μόνη τρία παιδιά σκατοπλένοντας στα νοσοκομεία με διπλές βάρδιες τους κώλους όλων των αφεντικών για να μη μου λείψει τίποτα;
Άντε γαμηθείτε δουλοπρεπείς σκατόψυχοι.
Έτσι άρχισε και η αποχώρηση από το εκπαιδευτικό σύστημα των καμπουριαστών δασκαλίσκων.

Το πεζοδρόμιο είναι μεγάλο σχολείο. Έχω κάνει πολλές δουλειές κι έχω πάρει πολλές και σκληρές όσο και γλυκές εμπειρίες. Θυμάμαι όταν μπάρκαρα μια ιστορία. Καταμεσής του Ατλαντικού μας έτυχε βλάβη στις ηλεκτρομηχανές. Πέσαμε πάνω σε μεγάλη θαλασσοταραχή
με σφοδρή ακατάπαυστη καταιγίδα. Το καράβι έπλεε σαν καρυδότσουφλο μέσα στην πίσσα της νύχτας. Βυθιζότανε στο νερό και ξανά έβγαινε.  Μου λέει ο μηχανικός πήγαινε να φέρεις τα εργαλεία από μπροστά. Εκεί δουλεύαμε το πρωί κι ήταν χαρά θεού κι ανθρώπων. Μικρό παιδί ήμουνα κι αμούστακο. Με παράσερνε το μανιασμένο κύμα χτυπώντας με γερά πάνω στο ατσαλένιο κατάστρωμα. Γλιστρούσα κάθε φορά προσπαθώντας να σταθώ στα πόδια μου κι έσκαγα κάτω σαν να με χτυπούσε ο διάολος. Τα κατάφερα όμως κι αυτή τη φορά αλλά και τις άλλες που προσπάθησαν συνάδελφοι να με τραμπουκίσουν κι όσοι προσπάθησαν στη ζωή μου να μου βάλουν τρικλοποδιές.
Τα ταξίδια επίσης είναι μεγάλο σχολείο. Να γνωρίζεις ανθρώπους και τις συνήθειες τους, τα ήθη, τα έθιμά του πανέμορφου τόπου τους. Να ανοίγουν από ομορφιές τα μάτια σου αλλά και τα μυαλά σου.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον ποταμό ΡΙΟ ΝΤΕ ΛΑ ΠΛΑΤΑ, τις Ινδιάνες με τα όμορφα τατού που τις φέρνανε “τα ξαδέρφια” με τις βάρκες κόντρα στο ρεύμα για να γλυκάνουν επί χρήμασι τα κουρασμένα κορμιά των συναδέλφων.

Δούλεψα σε παπουτσάδικο, κρεοπωλείο, σερβιτόρος, οικοδομή, υπάλληλος γραφείου, σε κεραίες τηλεόρασης, σε βιοτεχνία μαρμάρου (εκεί παραλίγο να χάσω κι ένα δάκτυλο), βοηθός υδραυλικού, χαμάλης στο λιμάνι, έβαζα μουσική σε μπαρ, καθαριστής σχολείων, εξωτερικές δουλειές με μηχανάκι όπου και είχα σοβαρό εργατικό ατύχημα κλπ. Τώρα κάνω τον παλιατζή. Κάποια στιγμή βγήκε ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα στον ΟΑΕΔ για τους άνεργους πάνω από 50 χρονών. Πήγα σε 2 μαγαζιά για δουλειά και η πρότασή τους ήτανε να πάρουνε ο ένας όλη την επιδότηση κι ο άλλος τη μισή και να συνεχίσω να κάνω τον γυρολόγο παλιατζή. Ο ελληναράς στο μεγαλείο του.

Θυμάμαι ανάγλυφες εικόνες από την φτωχική μας γειτονιά από την οποία πήρα πολλή αγάπη σαν παιδί. Τα πρώτα σκιρτήματα της καρδιάς για τη Ρόζα. Ήμουνα 8 χρονών. Τον καλό μου φίλο  Αντώνη που η οικογένεια του μας υποστήριξε ακόμα κι όταν ο πόνος της απώλειας του πατέρα τους από καρκίνο ήταν αβάσταχτος. Παίζαμε ποδόσφαιρο κι άλλα παιγνίδια στις αλάνες από το πρωί ως το βράδυ. Γρατσουνισμένα γόνατα, ξύλινα σπαθιά, κυνηγητά, σπίτια από χαρτόκουτα. Ήταν θυμάμαι ένα παλικάρι ο Δημήτρης, ένας λεβέντης πόντιος και μια μέρα μέσα στις γιορτές είπαμε τα κάλαντα. Ότι μαζέψαμε από κέρματα είπαμε να τα μοιράσουμε. Ήξερε από τι οικογένεια φτωχική ήμουνα και μου έδωσε το μερτικό του.

Σαν παιδί δεν ήξερα τι πάει να πει παιχνίδι που το αγοράζεις. Πήγα στο μαγαζί με τα παιχνίδια κι αγόρασα ότι βρήκα. Σαν τα είδε η μάνα μου έγινε έξαλλη. Τα επιστρέψαμε. Μου αγόρασε η πόντια ρούχα.

Τώρα λένε τα παιδιά τα κάλαντα και τους τα κλέβουν οι κανίβαλοι.
Μέναμε σε προσφυγικά ενοικιαζόμενα δωμάτια. Δεν κλείδωναν ποτέ γιατί δεν είχαμε κλειδαριές ούτε στις καρδιές μας. Άλλωστε τι είχαμε να μας πάρουν;
Κοιμόμασταν τα καλοκαίρια στις ταράτσες λέγοντας ιστορίες και παραμύθια. Δίπλα μας έμενε μια κυρία φινετσάτη. Είχανε να λένε οι κουτσομπόλες διάφορα αλλά εκείνη ήξερε πως μεγάλωνε ένα αγόρι με νοητική στέρηση. Τον αγαπούσα κι εκείνος σαν πιο μεγάλος και δυνατός με είχε γλιτώσει από μπελάδες. Στο σχολείο αγαπούσα τα κορίτσια, την ιστορία, την έκθεση, τη γυμναστική, το ποδόσφαιρο με τις αυτοσχέδιες μπάλες (μας τσάκωναν να παίζουν οι δάσκαλοι και μας τις χαλούσαν), τις χειροτεχνίες, τα καλλιτεχνικά, το διάλειμμα.
Παίζαμε μέχρι αργά το βράδυ ποδόσφαιρο σε αλάνες τις οποίες φροντίζαμε ξεριζώνοντας με τα χέρια μας αγκάθια, τσουκνίδες, κοτρόνες. Οι γειτονοπούλες μας παίζανε με ΠΑΝΙΝΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ.

Στη γειτονιά μας υπήρχε κι ένας κινηματογράφος. Είδα πολλές ταινίες και δούλεψα καλοκαίρια πουλώντας με ένα κασελάκι πασατέμπο, τσιπς κλπ. Με έπαιρνε ο ύπνος στα καθίσματα κι ερχόταν να με πάρει η μάννα μου αργά όταν είχε σχολάσει. Α ρε μάννα!
Παιδικά χρόνια βέβαια μέσα στη Χούντα (και πως να ξεχάσεις όταν τσουβαλιάζανε τους πατεράδες των φίλων σου για τα ξερονήσια) με την θερμότατη υποστήριξη της αμερικάνικης βάσης στα Σούρμενα.

Μέθαγαν τα ναυτάκια και ζούσαμε απείρου κάλους σκηνές. Στο σπίτι μου η πόρτα είναι μπαλωμένη έντεχνα αλλά τα ίχνη υπάρχουν ακόμα από το μαχαίρι του πεζοναύτη λοχία. Την  έσφαξε ( την πόρτα) γιατί δεν του άνοιγε η συγκάτοικος την οποία κακοποιούσε κάθε φορά που μεθούσε.

Οι μπάτσοι από το τμήμα της γειτονιάς σου μάθαιναν ποιος είσαι, τι κάνεις, τι ονειρεύεσαι από τα σκουπίδια που άφηνες έξω από το σπίτι για να τα πάρει το σκουπιδιάρικο κλπ . Αν ο ρουφιάνος που σε κατέδωσε είχε “δίκιο” σε καλούσαν και σε τρομοκρατούσαν με απειλές και ύβρεις το λιγότερο.

Ένα από τα “αστεία” του άξεστου κουραδόμαγκα μπάτσου ήταν να με βρίσκει στο δρόμο σαν πήγαινα να αγοράσω ψωμί από το φούρνο και να με βάζει στο μπουντρούμι το ανήλιαγο, 9 χρονών τότε, για να γίνω λέει άνθρωπος. Ο νεκρόφιλος.
Η φτώχεια όμως έχει την περηφάνια της, την αξιοπρέπεια της και κανείς καριόλης δεν μπορεί να σου την πάρει αν δεν σκύψεις σαν σκλάβος στις επιταγές της εποχής των δικολάβων, των παρασημοφορημένων από την κρατική βία κουκουλοφόρων, των δοσίλογων τηλεκοντρολαριστών, της δημοσιοϋπαλληλίστικης βαρεμάρας, του χοντροκωλάδικου παπαδαριού της μίζας και της ρεμούλας προκειμένου να αγοράσεις τον επουράνιο παράδεισο από επαγγελματίες θρησκόληπτους ναοφάγους. Ρε ούστ!






 Είσαι ένας άνθρωπος, που μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, γνώρισες από κοντά την
αδικία και την περιθωριοποίηση, έχοντας τη μουσική και την τέχνη, ως εισιτήριο
εξόδου από την ανέχεια. Πως εκφράζεις την οργή για τα βιώματα σου, μέσω της
μουσικής;


Δεν θα το έλεγα οργή. Μάλλον παράπονο είναι. Μια πίκρα που σου μένει από όλα αυτά τα αδικοχαμένα, όσα δεν προλάβαμε να δικαιώσουμε. Η μάνα μου έχασε την περιουσία της στο χωριό από μαυραγορίτες, εκεί στα προσφυγικά του Αγίου Κωνσταντίνου στο Αγρίνιο.  Όταν πέθανε η δική της μέσα στην γερμανική κατοχή έμεινε με ένα παιδί στην αγκαλιά καθώς είχε ανέβει ο πρώτος της σύζυγος στο βουνό με τους αντάρτες. Παιδί ήτανε κι αυτή (γεννήθηκε το 1929). Την πάντρεψε η γιαγιά για να μη μείνει μόνη της κι απροστάτευτη.

Ήρθε υπηρέτρια στην Αθήνα όπου γνώρισε τον πατέρα μου, σημαδεμένο από το πόλεμο. Ήταν ο δεύτερος συζυγός της. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νέο Πετρίτσι Σερρών. Είχε 5 αδέρφια. Οι τρεις χάθηκαν στο βουνό με το αντάρτικο. Τον τέταρτο τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί μέσα στο ξυλουργάδικο τους. Είχε προλάβει να τον κρύψει μέσα στα ροκανίδια ο αδερφός του αλλά του έλαχε να δει την δολοφονία του αδελφού του. Αυτό αργότερα του κόστισε ένα ακόμα εγκεφαλικό μετά από εφιάλτη στον ύπνο του. Τον χάσαμε από ειλεό το 1964 σαν έγινα 2 χρονών. 

Το είχε παράπονο η μάννα να πάρουμε ένα σπίτι να γλιτώσουμε από τα νοίκια (γυρνούσαμε σαν τους νομάδες από ενοικιαζόμενο σε ενοικιαζόμενο χαμόσπιτο) και το φόβητρο μη μας διώξουν και μείνουμε στο δρόμο. Αξιώθηκε να με δει να αγοράζω με στεγαστικό δάνειο ένα παλιό διαμέρισμα της δεκαετίας του ‘70 αλλά ευτυχώς δεν έζησε τις απειλές από την τράπεζα που θέλει να μου το πάρει παρόλο που έχω ξοφλήσει το μεγαλύτερο μέρος.
Είδα την οικογένεια της Ρόζας να φεύγει με δάκρια στα μάτια για την Αμερική. Είδα την σκληρή δουλειά των φτωχών ανθρώπων στο γιαπί, στα εργοστάσια. Στα υφαντουργεία να κλαίνε κρυφά στις τουαλέτες νιόπαντρα και μη κορίτσια. Να ορκίζονται ότι θα παλέψουν για μια καλύτερη ζωή, για τα παιδιά τους και να βιώνουν το πιο σκληρό πρόσωπο του καπιταλισμού.

Το παιδί μου είναι στο πανεπιστήμιο και παλεύει για τη ζωή του. Τι μέλλον θα έχουνε όλα αυτά τα παιδιά με τα πτυχία; Ποια δικαιοσύνη θα βρεθεί να ακούσει το δίκιο τους;
Ίσως γι αυτό αγαπήσαμε τη σκληρή μουσική μαζί με τα ρεμπέτικα, τα αντάρτικα τραγούδια. Τους πρώτους δίσκους που αγόρασα θυμάμαι πάντα. Ήταν PINK FLOYD, DEEP PURPLE. Με σημάδεψαν ανεξίτηλα. Πάνω από το κρεβάτι μου είχα μόνιμα μια μεγάλη αφίσα έγχρωμη των Pink Floyd. Την πήρα μαζί μου στην καμπίνα του καραβιού. Σε μια επιθεώρηση του καπετάνιου με έβαλε να σβήσω από το ατσάλινο τοίχωμα τους στίχους του Ρίτσου από το Καπνισμένο Τσουκάλι.  “Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο” και σαν είδε ο Χιώτης την αφίσα μου είπε πως λείπουν οι υπόλοιποι απόστολοι κι αν γνωρίζω πως ήτανε δώδεκα.

Διάβασα παγκόσμια λογοτεχνία και σύγχρονη. Ήτανε και είναι παρηγοριά μεγάλη. Ανέβασα θεατρικές παραστάσεις στην μεταπολιτευτική πολιτιστική λέσχη της μεγάλης γειτονιάς μου. Ήρθαν κι έπαιξαν σπουδαίοι ηθοποιοί κι άνθρωποι (Διαμαντόπουλος, Μαλαίνα Ανουσάκη, Φούντας, Κατράκης κλπ) με τους οποίους σαν έφηβος είχα την χαρά να μοιραστώ στα παρασκήνια δυο λόγια αλλά και την αγωνία τους, τη σκληρή δουλειά και το μεγάλο ταλέντο τους να μεταδίδουν γνώση. Κάναμε αφιερώματα σε μεγάλους Έλληνες ποιητές όπως ο Τάσος Λειβαδίτης. Ακόμα με σημάδεψαν ο Καζαντζάκης, ο Λουντέμης αλλά κι ο Χέμινγουεϊ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Σκούρτης, ο Μπουκόφσκι, Κέρουακ, Σιδηρόπουλος, η Κατερίνα Γώγου, Άσιμος, Χατζιδάκις, Κάρολος Κουν κλπ.
Φτιάξαμε αναρχοαυτόνομα στέκια όπου έβρισκαν καταφύγιο όλα τα παιδιά από λογής ιδέες. Διοργανώσαμε λογοτεχνικές βραδιές, συναυλίες, παίζαμε επιτραπέζια, κάναμε πάρτι, παρέες, ταξίδια, ερωτευτήκαμε, κυνηγηθήκαμε από οργανωμένες νεολαίες κομμάτων, έμπορους και από ιδιοκτήτες καφετεριών.

Την δεκαετία του ‘80 έζησα πολύ μέσα στη νύχτα, τις καταχρήσεις, το θάνατο που καραδοκούσε ανά πάσα στιγμή με τη φαλτσέτα του κι έκανα παρέα με αλήτες, αγύρτες, τυχοδιώκτες αλλά και παλικάρια με πολλή μεγάλη καρδιά. Ο κίνδυνος είχε γίνει αδερφός. Σχοινοβάτης χωρίς δίχτυ ασφαλείας πάνω από την ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΤΩΝ. Κάλπαζα με την άγνοια κινδύνου της νιότης ωσάν τον καβαλάρη του ουρανού. Ερωτεύτηκα σαν να ήτανε η πρώτη φορά αλλά και πληγώθηκα σαν να ήτανε η τελευταία φορά. Έζησα έντονα. Την κάθε μέρα σαν να μην υπήρχε άλλη να ξημερώσει.  Δεν μίσησα ποτέ κανέναν και τίποτα παρόλο το κακό και την αδικία. Γνώρισα ανθρώπους με το Α κεφαλαίο. Με βοήθησαν να γίνω ελπίζω καλύτερος. Νιώθω γεμάτος. Αγάπησα την ιδιαιτερότητα, την διαφορετικότητα των ανθρώπων. 

Δυστυχώς έχασα πολλούς κι αγαπημένους φίλους, συνοδοιπόρους. ΧΑΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ. Μα τελικά κατάφερα και βγήκα αλώβητος. Σαν τότε μικρό παιδί που είχα πέσει με το κεφάλι σε βαρέλι μισογεμάτο από νερό, από μια οικοδομή απέναντι από το σπίτι μου. Βρήκα τη δύναμη και βγήκα έξω. Όπως χιλιάδες φορές.  Γι αυτό δεν πρέπει ποτέ να τα παρατάμε και να πολεμάμε για τη ζωή μας. Τίποτα δεν μας χαρίζεται, Πρέπει να κατακτάς την κάθε στιγμή και να απαιτείς τη ζωή σου. Μας παίρνουν το χρόνο μας κλεπταποδόχοι. Κάνουμε δουλειές από ανάγκη επιβίωσης. Δεν τις αγαπήσαμε ποτέ. Για λίγο φαγητό κι όνειρα.
Δεν ήμουνα ποτέ με τη βία για τη βία. Αλλά σε μια πορεία, σε μια απεργία πρέπει να υπερασπιστείς τον εαυτό σου και τους συντρόφους σου κι όχι να γυρίσεις και το άλλο κωλομάγουλο.

Θα έρθει κάποτε μια γενιά και θα κάμει ότι δεν καταφέραμε. Θα εξεγερθεί ενάντια στο άδικο και θα απαιτήσει Ζωή. Ακόμα κι άμα δεν το καταφέρει και η επόμενη να ξέρεις πως και μόνο η προσπάθεια να στέκεσαι ολόρθα γυμνός, περήφανος απέναντι στον εχθρό του λαού με τον πάνοπλο εξοπλισμό του σε κάνει δέκα φορές πιο άνθρωπο. Αν μπορείς έστω για μια στιγμή να παλεύεις με το θεριό, έστω για μια στιγμή, είσαι ελεύθερος. Αυτή η στιγμή για όλους αυτούς τους σκυφτούς ανθρωπάκους είναι αιώνας. Κι αν υπάρχει αδερφέ αυτή η στιγμή υπάρχει κι ο αιώνας της λευτεριάς, αρκεί να μην πάψεις να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι. Και μόνο που είσαι απέναντί τους φτάνει. Ξέρουν  ότι υπάρχεις κι έχουνε τον φόβο στον ύπνο τους. Αν δεν σέβονται τα δικαιώματά σου κάλλιο να τα φοβούνται.






Μας μεγάλωσες με καβαλάρηδες του ουρανού και τετραγωνισμένα φύλλα,
δημιούργησες ότι σε εξέφραζε και εμείς ως κοινό ταυτιστήκαμε μαζί σου. Τι είναι
αυτό που προσωπικά αντιπροσωπεύεις όλα αυτά τα χρόνια. Έχεις κάποιο δικό σου
προσωπικό μήνυμα, που θες να μοιραστείς με το κοινό μέσω της δουλειάς σου;



Έλαβα αγάπη από γενναιόδωρους κι είμαι ευγνώμων σε όλους τους φίλους για τη στήριξη όλα αυτά τα χρόνια. Από την έκδοση του πρώτου μου βιβλίο το 1979 έως και σήμερα. Μακάρι να μπορέσω να ανταποδώσω έστω και στο ελάχιστο.
Μακάρι να έχω αντιπροσωπεύσει έστω και λίγο κάθε πληγωμένο, φτωχό, μοναχικό άνθρωπο. Να του έχω κρατήσει συντροφιά σε στιγμές αγωνίας και αβάσταχτης μοναξιάς. Αν κατάφερα να ερωτευθεί τη ζωή ξανά και ξανά από την αρχή κάθε φορά που πέφτει και σηκώνεται θα είμαι περήφανος να με έχει τιμήσει με τη φιλία του.

Υπάρχουν φίλοι με μεγαλόψυχη, ευγενή αρχοντιά οι οποίοι μας τιμούν με τη φιλία τους, τιμώντας το έργο μας κι ας είναι πολιτικά αντίθετοι.
Θέλω να ξέρει ο κόσμος που μας διαβάζει, ακούει τα τραγούδια μας πως αυτοί είναι η πραγματική μας στήριξη. Είμαστε άνθρωποι κυνηγοί του μεροκάματου και από το υστέρημά μας ρίχνουμε λεφτά για πρόβες, συντήρηση οργάνων αλλά και ηχογραφούμε από τη τσέπη μας.

Όλοι γνωρίζουν πως στη χώρα μας δεν ζει κανείς από το λεγόμενο ελληνικό ροκ. Αυτό τουλάχιστον το οποίο υπηρετούμε εμείς με τον κοινωνικοπολιτικό στίχο. Θα ήθελα να παρακαλέσω να συνεχίσουν την πολύτιμη βοήθεια, την ανεκτίμητη φιλία ώστε να μπορέσουμε να κρατήσουμε τη θέση μας δημιουργώντας μέσα σε αυτή την απάνθρωπη κρίση.

Βεβαίως με γνώμονα πως θέλουν να μας βοηθήσουν με την καρδιά τους. Αλλιώς θα παρακαλούσα να διαθέσουν τα κέρματα τους σε ανθρώπους με μεγαλύτερη ανάγκη.
1 Μάρτη Παρασκευή δίνουμε την πρώτη φετινή μας συναυλία στο CROW LIVE STAGE ΣΙΝΩΠΗΣ 27, 11527 Αθήνα. Σας προσκαλούμε όλους στη γιορτή μας.
Κι εχετε ακόμα τρεις εξαιρετικούς λόγους για να αποφασίσετε να έρθετε. Τρεις εκλεκτούς μουσικούς κι  αγαπημένους συνεργάτες:

(Μαυρίκος Σκαράκης τύμπανα, Κώστας Μπουραζάνης μπάσο, Γιώργος Αποστολόπουλος κιθάρα.)

Υπάρχουν επίσης οι δίσκοι και τα βιβλία μας που μπορείτε να παραγγείλετε από δω

Η στο giorgostsigos@yahoo.gr

*(Τέλος συγχωρέστε μου την φλυαρία αλλά είχα ανάγκη να μιλήσω σε φίλους με εξαιρετικό χάρισμα. Έχουν μάθει να ακούνε όλα αυτά τα χρόνια το βουβό δάκρυ της χαράς αλλά και το κραυγαλέο σιωπηλό γέλιο τη θλίψης.)